Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Σήμερα που, όπως με ενημέρωσε η υπεύθυνη καθηγήτρια του 2ου Λυκείου Θερμαϊκού, έπεσαν οι τζίφρες με το τυριστικό γραφείο για την διενέργεια της εκδρομής τους εδώ στην Βολισσό με σκοπό να κάνουμε τα λογοτεχνικά εργαστήριά μας, οφείλω να πω τα εξής:
Όση διάθεση κι αν είχαν τα παιδιά, οι γονείς τους και οι καθηγητές τους να κάνουν την εκδρομή, αυτή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν ανταποκρίνονταν τόσο θερμά στην έκκλησή μου για μείωση του κόστους της οι επαγγελματίες φιλοξενίας και εστίασης του χωριού, αλλά και το υπεραστικό κτελ Χίου, που θα διαθέσει μέχρι και μικρό λεωφορείο δωρεάν για τις εντός της μικρής μας περιφέρειας μετακινήσεις των παιδιών επί τρεις ημέρες.
Νομίζω ότι έχει ανοίξει ήδη ένας σπουδαίος δρόμος για όλους μας, αφού η τοπική κοινωνία του χωριού και του νησιού είναι σε θέση και σε διάθεση να υποστηρίξει έμπρακτα, όπως απέδειξε ήδη, τέτοιου είδους εκδρομές σχολείων στη Βολισσό.
Οι καθηγητές, μαθητές και γονείς, ιδίως σχολείων από την Αθήνα, απ’ όπου είναι και ακόμη φθηνότερη η μετάβασή τους εδώ αεροπορικώς ή ακτοπλοϊκώς, οι οποίοι έχουν εκφράσει την επιθυμία ή σκέφτονται για το επόμενο σχολικό έτος ή όποτε άλλοτε μια παρόμοια εκδρομή στην Βολισσό της Χίου, να ξέρουν ότι έχουν την αμέριστη οικονομική και ηθική συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας.
Τέλος, προσωπικά χαίρομαι πολλαπλά διότι πέραν από την τιμή που μου κάνουν οι άνθρωποι, οι οποίοι έρχονται εδώ για να παρακολουθήσουν τα λογοτεχνικά εργαστήρια κάθε άνοιξη και καλοκαίρι, είτε μαθητές που συμμετέχουν δωρεάν, είτε ενήλικες που πληρώνουν συμβολικό συνήθως κόστος, νιώθω ότι συμβάλλω στην δημιουργία ρεύματος λογοτεχνικού τουρισμού στο νησί και στην καθιέρωση της Βολισσού ως πρότυπου ίσως λογοτεχνικού τουριστικού προορισμού κατά έναν τρόπο.
Εδώ κλείνει ο κύκλος της ζωής, αφού ζωή δίχως νερό δεν μπορεί να υπάρξει. Εδώ κρίνεται η αναμέτρηση. Του αρμυρού με το γλυκό. Μια κατεβαίνει ορμητικός ο χείμαρρος, φαρδύς και με κεφάλι τρίμετρο, και σπάει την παραλία και ξεμπουκάρει στο πέλαγος, μια πάλι στερεύει και γίνεται σιγά-σιγά ρυάκι και έρχεται η νοτιά να του ξαναφράξει με παραλία την έξοδο.
Εδώ είναι το σημείο που ανοίγει και κλείνει ο κύκλος του νερού, που μάθαμε στο νηπιαγωγείο αλλά μετά ξεχάσαμε.
Εδώ είναι η απόδειξη ότι ο καταναλωτικός νεοφιλελευθερισμός, που θέλει το νερό εμπόρευμα αντί για αρχέγονο αγαθό κοινοκτημοσύνης των πλασμάτων όλων, που θέλει το νερό εκμεταλλεύσιμο από τις αγορές μέχρι τελευταίας σταγόνας, που μας έχει φυτέψει μέσα μας την πεποίθηση ότι όσο νερό φτάνει στη θάλασσα πάει χαμένο, για να ξεχάσουμε κι αυτά τα βασικά που μάθαμε στο νηπιαγωγείο, αυτός λοιπόν ο καταναλωτικός νεοφιλελευθερισμός είναι σε τελείως λανθασμένη, ανόητη και (αυτο)καταστροφική πορεία.
Όποιοι το αντιλαμβανόμαστε αυτό, ένα είναι το χρέος μας. Η χαλιναγώγηση, έως πλήρης απάρνηση, καθημερινά στην πράξη και στη ζωή, της νεοφιλελεύθερης καταστροφικής καταναλωτικής μας υπόστασης σε όλα τα επίπεδα και τις εκφάνσεις αυτής.
Όλη νύχτα φυσούσε δυνατή νοτιά και άκουγα τους γδούπους κάθε τόσο. Έχω μια μεγάλη πορτοκαλιά ματσίτικια, από το αίμα βγαίνει η λέξη Σαραντάκο αγαπητέ, σαγκουίνι δηλαδή, έξω από το παράθυρο του καλυβιού ήταν φυτεμένη από παλιά για να σκιάζει την ανατολή. Το πρωί με το φως βγήκα και αντίκρισα τα πορτοκάλια κάτω. Μάζεψα έναν κουβά κι άλλον ένα μαντερίνια χιώτικα που πέσανε κι αυτά μες στο χωράφι από τη μεγάλη τη μαντερινιά που είναι φορτωμένη.
Σκέφτηκα ότι μέχρι τον δεύτερο πόλεμο η Χίος ήταν πλούσια από τις εξαγωγές εσπεριδοειδών. Δεκάδες εταιρίες εξαγωγής στην πόλη και στον Κάμπο απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες στο κόψιμο, στο χάρτωμα, στη συσκευασία. Τα χαρτώνανε τότε ένα ένα σαν πολύτιμους λίθους τα πορτοκάλια και τα μαντερίνια και έρχονταν βαπόρια στο λιμάνι του νησιού και φόρτωναν μυριάδες κιβώτια για Ρωσία, Ρουμανία, Θεσσαλονίκη και από κει σε όλα τα Βαλκάνια, μέχρι και στην Αγγλία έφταναν τα εσπεριδοειδή του νησιού και άνθιζε η γεωργία και η ναυτιλία λόγω αυτών. Το μαστιχάκι τότε ήταν τίποτα μπροστά στα πορτοκάλια.
Κάποτε με το Πελινναίο εκδώσαμε ένα μεγάλο λεύκωμα με αρχειακό υλικό του φίλου Γιώργου Μουτσάτσου που περιγράφει την εποχή εκείνη της αυτάρκειας του νησιού.
Μετά έκανε επέλαση η αποικιοκρατία του καταναλωτισμού και χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια, γίναμε υπόδουλοι της αυτοκρατορίας των Αγορών.
Σήμερα τα πορτοκάλια δεν τα ζητάνε ούτε για χυμοποίηση καλά καλά, λιγοστά μαντερίνια πωλούνται στις λαϊκές των Αθηνών ακριβούτσικα σε σχέση με τα άλλα, τα άνοστα και ακούκουτσα που κυκλοφορούν, τα περισσότερα όμως πέφτουν στη γη και σαπίζουν κάθε χρόνο. Άλλαξαν οι εποχές και από αφέντες του εαυτού μας γίναμε δούλοι του.
Προχθές άκουγα έναν συγχωριανό που κόβει και εμπορεύεται καυσόξυλα, να υπολογίζει πόσο πρέπει να δουλέψει και πόσα ξύλα να κόψει, να κουβαλήσει και να πουλήσει για να αποσβέσει το πετρέλαιο που αγόρασε για τα καλοριφέρ του σπιτιού του.
Η λεγόμενη ανάπτυξη, πρόοδος, εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από σκληρή αποικιοκρατία, που πάντα κάποια ώρα αποδεικνύεται πολύ οδυνηρή, όταν δεν συνοδεύεται από τεχνογνωσία, παραγωγή, δημόσια αυτοδιαχείριση φυσικών πόρων και φυσικά μυαλό στον τόπο του.
Στη ραβδοσκοπική μέθοδο με μύησε πριν 20 περίπου χρόνια ένας τρελός. Για σπίτι είχε ένα παλιό λεωφορείο μες στο χωράφι του, κάπου στα νότια του νησιού, έξι χιλιόμετρα απόσταση από το πιο κοντινό χωριό, και το μεταφορικό του μέσον ήταν ένα οικοδομικό καρότσι, το οποίο έσπρωχνε και κουβαλούσε διάφορα χρειαζούμενα.
Ήταν περίπτωση μεγάλη ο Δημητρός. Ζούσε απομονωμένος, δίχως τις ευκολίες της σύγχρονης ζωής, και πάνω σε ένα άχρηστο ψυγείο που είχε μες στο λεωφορείο φύλαγε τα οστά κάποιου, που έλεγε ότι ήταν αδερφός του.
Κάναμε πολύ παρέα τότε μαζί. Πήγαινα πολύ συχνά και τον έβρισκα. Μου μάθαινε να βρίσκω νερό, πετρέλαιο και χρυσό,μ έτσι έλεγε τουλάχιστον, με τα δυο ραβδιά του, αλλά ή εγώ ήμουν ανεπίδεκτος ή τα μαγνητικά πεδία δεν με γουστάριζαν. Εκείνος βαστούσε σφιχτά τις δυο ράβδους μπροστά το ύψος του στέρνου του και παράλληλα με τη γη και μεταξύ τους, περπατούσε δε με βήματα κοφτά και μόλις περνούσε πάνω από φλέβα, οι ράβδοι κινούνταν μόνες τους, του χάραζαν σχεδόν τα δάχτυλα στην προσπάθειά του να τις συγκρατήσει και γίνονταν χιαστί μεταξύ τους ή άνοιγαν σε γωνία 180 μοιρών, αναλόγως την κατεύθυνση της ροής του νερού.
Μου έλεγε πως την είχε πάρει την τέχνη στην Αμερική που ήτανε μετανάστης και είχε κάνει κοντά σε πνευματιστές αλλά είχε παρακολουθήσει και ειδικά σεμινάρια. Δεν ήξερα να τι να πιστέψω τότε από όσα μου έλεγε, διότι είχε κάνει και φόνο, είχε σκοτώσει τον πρόεδρο του γειτονικού χωριού επειδή θεώρησε ότι τον παρακολουθούσε, δεν ήτανε στα καλά του, καταδικάστηκε ισόβια, δηλαδή 21 χρόνια, αλλά τον βγάλανε στα 7 διότι δούλευε σαν σκυλί στις αγροτικές φυλακές που τον στείλανε. Το μόνο που πίστεψα απ’ όσα μου είπε περί ραβδοσκοπικής ήτανε ότι δεν κάνω για ραβδοσκόπος διότι δεν είμαι καλός δέκτης των μαγνητικών πεδίων.
Χτες το βράδυ όμως ένας φίλος εδώ την ξαναθυμήθηκε την ραβδοσκοπική, έβγαλε δυο χάλκινα ελάσματα και κάναμε δοκιμή στα πεδία, χορεύανε μες στα δάχτυλά μας σαν τρελά τα ελάσματα σαν περνούσαμε πάνω από φλέβα.
Χάρηκα. Ή βελτιώθηκε η αύρα μου στα μαγνητικά πεδία τώρα που ζω κι εγώ διαλογιστικά όπως ζούσε ο Δημητρός τότε ή που δεν μου τα έδειχνε σωστά μες στην τρέλα του, μην και του πάρω την τέχνη.
Ας είναι καλά εκεί που είναι τώρα.
Τον Μίκη Θεοδωράκη δεν βρήκα το κουράγιο να τον ακούσω και να τον δω στην ομιλία του. Άντεξα μόνο για λίγα λεπτά στην αρχή, που προσφώνησε τα αδέρφια του τους φασίστες και τους ναζί ενώ από κάτω από την εξέδρα ήταν όντως αυτοί. Μετά το έκλεισα. Δεν άντεξα να τον δω να ξεφτιλίζει και να αποδομεί τον σπουδαίο καλλιτέχνη που φέρει στο ίδιο σαρκίο με αυτό του γελοίου πολιτικού όντος.
Ο Μίκης εδώ και πολλά χρόνια τραβάει την κατηφόρα. Στα τελευταία έθεσε τον εαυτό του και απέναντι στην αξιοπρέπεια. Μας έκανε να ακούμε κρυφά από δω και μπρος τα τραγούδια του, αυτή τη φορά για να μη μας χαρακτηρίσουν φασίστες.
Πολλά μπορεί να πάθει ο άνθρωπος όσο νιώθει τις σωματικές του δυνάμεις να μειώνονται και τον θάνατό του προ των πυλών. Το χείριστο όλων να αποδομήσει τον ίδιο τον εαυτό του για να υπηρετήσει την στιγμιαία ματαιοδοξία του.
Η Τέχνη όπως και η καθημερινή στάση ζωής είναι πολιτική πράξη. Μπορεί ο καλλιτέχνης να διαχωρίζεται από το έργο του στη συνείδησή μας και το έργο να συνεχίζει ως αυθύπαρκτο να γράφει την Ιστορία του, ιδίως μετά τον βιολογικό θάνατο του δημιουργού του, αλλά όταν ο άνθρωπος όσο ζει δεν σέβεται τον καλλιτέχνη με τον οποίον συστεγάζεται στο ίδιο σαρκίο, είναι ο πρώτος που υποτιμά το έργο του και καθορίζει την ιστορική του πορεία. Υποτιμώντας δε το έργο του, προσβάλλει και υποτιμά τους αποδέκτες αυτού. Διότι η σχέση είναι ισότιμα αμφίδρομη. Καλλιτέχνης και τέχνη δεν υπάρχουν αν δεν υπάρχουν οι άνθρωποι που θα νιώσουν, θα τιμήσουν και θα εκτιμήσουν. Ο Μίκης στα τελευταία του επέλεξε να υποτιμήσει το έργο του και κατευθύνει την ιστορική του πορεία προς τα αδέρφια του τους πολιτικούς και φυσικούς απογόνους των ναζί, των δοσίλογων, των βασανιστών της Μακρονήσου και των αμόρφωτων, ανιστόρητων, ανόητων εθνικιστών που τους περιβάλλουν και εκφράζονται πολιτικά από αυτούς.
Προσωπικά με θλίβει η επιλογή του, αλλά επειδή ποτέ δεν τον είχα σε εκτίμηση ως πολιτικό ον, μπορώ να πω ότι το περίμενα κιόλας. Εξάλλου η πορεία του είναι ανάλογη με αυτή των δήθεν αριστερών της επενδυτικής, που κυβερνάνε σήμερα, αλλά και αυτών που όψιμα κατανόησαν τον πολιτικό τους εξευτελισμό και διαχώρισαν τη θέση τους για να ψαρεύουν κι αυτοί σήμερα σε θολά πολιτικά νερά. Ο αυτοεξευτελισμός όλων αυτών με σημαία τον Μίκη Θεοδωράκη είναι απολύτως ίδιος, οι πολιτικοί βίοι τους παράλληλοι. Η αναξιοπρέπεια και η πολιτική χυδαιότητα κυβερνά την κοινωνία και τη χώρα μας πια σε όλα τα επίπεδα. Η κατάντια είναι πλέον μη αναστρέψιμη.